Το Κράτος της Ηπείρου, τον 13ο αι, προέκυψε από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά τη Δ’ Σταυροφορία, το 1204, με ιδρυτή του τον Μιχαήλ Α’ Κομνηνό Δούκα.
Η Ήπειρος έγινε η νέα πατρίδα Ελλήνων προσφύγων, από την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινές οικογένειες εγκαθίστανται στο Κάστρο των Ιωαννίνων και ιδρύουν μια νέα τάξη εποίκων των «Καστρηνών Ιωαννινιωτών». Πρόκειται για μια αριστοκρατία πολυκλαδών και ισχυρών Βυζαντινών οικογενειών, οι οποίοι μετέτρεψαν το αρχικό πολίδιο των Ιωαννίνων σε ανερχόμενη πόλη με οικονομικές και πνευματικές δυνατότητες. Την περίοδο αυτή, η πόλη των Ιωαννίνων «μεμέστωται οικητώρων, ακμάζει δε πλούτω και πάσιν άλλοις εναβρύνεται».
Το 1318 το Κράτος της Ηπείρου ενσωματώνεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και με τα Χρυσόβουλλα του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, το 1319 και 1321, παραχωρούνται προνόμια στους κατοίκους των Ιωαννίνων.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1330, ο Κόμης Παλατινός Κεφαλληνίας και Ζακύνθου (1323 – 1325) Ιωάννης Ορσίνι, χρίζεται Δεσπότης Ηπείρου, ως Ιωάννης Κομνηνός Δούκας (1323 – 1335).
Η Ήπειρος κατακτάται από τους Σέρβους, το 1348 και τα Ιωάννινα διοικούνται από τον Σέρβο ηγεμόνα Θωμά Β΄ Πρελούμπο ή Πρελούμποβιτς ή Θωμά Β΄ Κομνηνό Πρελούμπο Παλαιολόγο, με σύζυγό του την Μαρία Αγγελλίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα, έως το 1384. Είναι η περίοδος που καταγράφεται η πρώτη εμπειρία της πόλης των Ιωαννίνων με τις πρώτες Οθωμανικές εισβολές. Οι Οθωμανοί επιχειρούν στην περιοχή, ως σύμμαχοι του Πρελιούμποβιτς.
Το 1385-1411 ο Ιζάου ή Ησαύ Μπουοντελμόντι , με καταγωγή από τη Φλωρεντία, αναλαμβάνει "Δεσπότης" των Ιωαννίνων και το 1411-1429 τον διαδέχεται ο Κάρολος Α' Τόκκος, Κόμης Παλατινός Κεφαλληνίας, Ζακύνθου (c. 1376-1429) και Δούκας Λευκάδας, ως «Δεσπότης» Ηπείρου (1411-1429) και Βαρώνος της Βοστίτσας.
Το 1430, οι Γιαννιώτες λαμβάνουν προειδοποιητικό έγγραφο προς υποταγή από το Σουλτάνο Μουράτ Β’. Αντιλαμβανόμενοι τους τεράστιους ρυθμούς ανάπτυξης και επέκτασης του Οθωμανικού κράτους, μετά και την καταστροφή της Θεσσαλονίκης και γνωρίζοντας την εκούσια υποταγή περίπου 500 οικογενειών του Ζαγορίου αποφασίζουν να παραδοθούν, συναινετικά, με μόνο όρο να παραδώσουν το κλειδί της πόλης στον ίδιο τον Μουράτ Β’, ώστε να συμφωνηθούν και να εξασφαλιστούν τα υποσχεθέντα προνόμια. Στις 9 Οκτωβρίου 1430, οι πρέσβεις των Ιωαννίνων, οι Καστρινοί Στρατηγόπουλοι, Βουΐσαβος ο Πρωτομαΐστωρ, Στανίτζης ο Πρωτασηκρίτης, Λελυπαράς , Παπούλης, Σερμπάνος, κ.α. μεταβαίνουν έξω από τη Θεσσαλονίκη (σημερινό Κλειδί) προκειμένου να παραδώσουν το κλειδί της πόλης των Ιωαννίνων στον Μουράτ Β’. Σε αντάλλαγμα δόθηκε σχετικό φιρμάνι από τον Μουράτ Β’ και υπεγράφει το Ηatt-ı şerîf ( ιερό διάταγμα), με το οποίο διασφαλίζονταν τα προνόμια αυτοδιοίκησης των Ιωαννιτών, θρησκευτικά και πολιτικά.
Η νέα πόλη αναπτύχθηκε κυρίως με τη συμμετοχή του χριστιανικού στοιχείου, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις οθωμανικές πηγές του 16ου αιώνα. Οι Γιαννιώτες χριστιανοί διατηρήθηκαν εντός του κάστρου, ενώ οι μουσουλμάνοι κατοικούσαν εκτός του κάστρου και αποτελούσαν το 10% του πληθυσμού.
Με την αποτυχημένη εξέγερση του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου , Επισκόπου Λαρίσης, το 1611, οι Χριστιανοί Γιαννιώτες διώχνονται από το κάστρο και χάνουν τα προνόμια τους. Οι Καστρινοί χάνουν τις περιουσίες τους, με αποτέλεσμα πολύ από αυτούς να εξισλαμιστούν προκειμένου να διατηρήσουν αν όχι όλη τουλάχιστον ένα μέρος της περιουσίας τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η αρχοντική οικογένεια των Λελυπαράδων.
Η πρώτη χρήση του χώρου μαρτυρείται από το 1618 ή το 1635, όταν οικοδομήθηκε το μουσουλμανικό τέμενος Λελυπαρά ή Μεχμέτ Αγά. Ιδρυτής του ο Μεχμέτ Αγάς, γιος του Αλέξανδρου Λελυπαρά, της μεγάλης Ιωαννίτικης Καστρινής αρχοντικής οικογένειας, με βυζαντινή καταγωγή.
Λελυπαράς, Πελυπαράς , Λεληπαράς, Λιλιπαράς, Λαληπαράς, Λελπαράς, Λαλπαρέ. Το όνομα απαντάται για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον Κοσμά Μπαλάνο, στον Βυζαντινό χρονικογράφο Νικήτα Χωνιάτη ως «Γεώργιος Κομνηνός, τουπίκλιν Λελυπαράς». Απόγονοι της πολυπληθούς οικογενείας, που συμμετείχαν στην Πρεσβεία παράδοσης του κλειδιού της πόλης των Ιωαννίνων. Η αρχοντική οικογένεια των Λελυπαράδων φαίνεται να εξισλαμίστηκε περί το 1635, προκειμένου να διατηρήσει το τιμάριό της, σύμφωνα με το Διάταγμα του Μουράτ Δ’. Ήταν η περίοδος των εκτεταμένων εξισλαμισμών, ώστε η πολυπληθής γενεά τουρκισάσης διατήρησε το τιμάριό της και ίδρυσε το βακούφι Μεχμέτ Αγά. Το τζαμί Μεχμέτ Αγά βρισκόταν δίπλα στο Οθωμανικό Διοικητήριο και τον Στρατώνα στην Πλατεία Κονακίου ή Κεντρική Πλατεία της πόλης των Ιωαννίνων και ονοματοδοτούσε όλη τη συνοικία, ως Συνοικία Μεχμέτ Αγά.
Στην πρώτη οικοδομική φάση ήταν μία λιτή κατασκευή, με δύο χώρους, πετρόκτιστη με κεραμοσκεπή, σχεδόν τετράγωνη σε κάτοψη, με έκταση 154 τ.μ. και ύψος 5μ. Ο μιναρές του τζαμιού στηριζόταν σε μία ορθογωνική βάση, συνέχιζε με κυλινδρική κατασκευή και ολοκληρωνόταν με κωνική απόληξη.
Κατά τον 19ο αι., το τζαμί επεκτείνεται και παρουσιάζεται με διαφορετική κάτοψη. Κοντά στο τζαμί οικοδομήθηκαν ένα Πτωχοτροφείο και Μεντρεσές από τον Τζιελαλή Πασά (19ος αι.). Στη δεύτερη οικοδομική του φάση εμφανίζεται στο ίδιο οικόπεδο, συνολικής έκτασης 2.119,71τ.μ. Το λιθόκτιστο τέμενος καταλαμβάνει πλέον 236,40 τ.μ. και αποτελείται από δύο διαμερίσματα, το εξωτερικό (πρόναος) και το εσωτερικό (κυρίως ναός). Το σχήμα του κτίσματος απεικονίζεται μεικτό, καθώς επεκτάθηκε δημιουργώντας ένα χώρο στην είσοδο (προστώο) και αυξάνοντας τον χώρο της κύριας αίθουσας. Το ύψος του παραμένει στα 5μ.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, το 1913, το Αφιέρωμα του Λαλπαρέ Μεχμέτ Αγά, υπό την επίβλεψη των Βακουφίων Ιωαννίνων, εκκαθαρίστηκε νομίμως, σύμφωνα με την από 30 Ιανουαρίου 1923 Ελληνοτουρκική Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών και αποδόθηκε στη διαχείριση της ΕΤΕ.
Στη συνάντηση του Δημοτικού Συμβουλίου [15 Μαΐου 1931]συζητείται το θέμα «Περί ορισμού τόπου ανέγερσης Δημοτικών Λουτρών» και θίγεται το ζήτημα της ανέγερσης του κτηρίου των Δημοτικών Λουτρών, έργο του οποίου η υλοποίηση ανήκε στον προγραμματισμό των Δημοτικών Έργων του έτους 1931.
Στις 31 Ιουλίου 1931, στα Πρακτικά Συνεδρίασης Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ιωαννιτών κατατέθηκε και εγκρίθηκε, η πίστωση δαπάνης για την κατεδάφιση του Τεμένους Μεχμέτ Αγά επί της οδού Μ. Μπότσαρη και Β. Όλγας με σκοπό την ανέγερση του κτηρίου των Δημοτικών Λουτρών. Το έργο των Δημοτικών Λουτρών ανατέθηκε στο Δημομηχανικό κ. Περικλή Μελίρρυτο, για την τεχνική και οικονομική μελέτη καθώς και για τον προϋπολογισμό δαπανών.
Τα εγκαίνια των Δημοτικών λουτρών πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 1931 και χαρακτηρίστηκαν ως το πρώτο εκπολιτιστικό έργο της Πρωτεύουσας της Ηπείρου.
Το κτήριο εξυπηρέτησε τη χρήση του αυτή, με διαλείμματα και λόγω των ιστορικών συνθηκών, έως το 1970. Έκτοτε, στέγασε τη Λέσχη Ελλήνων Αλκίμων της πόλης (1970-1971), τον Φοιτητικό Σύλλογο Ιωαννίνων (05/08/1972-31/05/1978), την Υπηρεσία Υδρεύσεως του Δήμου και τον Οργανισμό Ηπειρωτικού Θεάτρου (Ο.Η.Θ.) (1975 – 1980).
Η κακή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το κτήριο και η ανάγκη οικονομικής του εκμετάλλευσης οδήγησαν σε εκτενείς συζητήσεις για την άμεση αξιοποίηση του Δημοτικού ακινήτου των τέως Δημοτικών Λουτρών. Αρχικώς προτάθηκε η χρήση του ως Πινακοθήκης.
Στο διάστημα αυτό, η Ζωσιμαία εν Ηπείρω Βιβλιοθήκη στεγαζόταν στο Μέγαρο του Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Ιωαννίνων (σημερινό Δημαρχείο ), κτήριο το οποίο θερμά επιθυμούσε και διεκδικούσε ο Δήμος Ιωαννιτών, από χρόνια. Οι έντονες αντιπαραθέσεις έληξαν το 1986, με το Συμβόλαιο «Περί συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος περιορισμένης προσωπικής δουλείας στεγάσεως της Ζωσιμαίας εν Ηπείρω Βιβλιοθήκης εσαεί επί του κτηρίου των πρώην Δημοτικών Λουτρών, δρχ. 10.000.000». Ο Ιωάννης Καμπέρης (1924-1996) ανέλαβε τις δαπάνες για την προσθήκη ορόφου και τη διαμόρφωση του χώρου στο κτήριο των πρώην Δημοτικών Λουτρών, με την προσθήκη ενός επιπλέον ορόφου και την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων.
Στις 25 Απριλίου 1988 τελέστηκαν τα εγκαίνια της Ζωσιμαίας Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ιωαννίνων, Ν.Π.Δ.Δ. του Υπουργείου Παιδείας, στο κτήριο στο οποίο στεγάζεται μέχρι σήμερα.